addition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
addition additions

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

addition < παλαιά γαλλική adition

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

addition (en)

  1. η προσθήκη, κάτι που προστίθεται σε κάτι άλλο
    the new addition to the team - η νέα προσθήκη για την ομάδα
  2. (μη μετρήσιμο) η πρόσθεση, η προσθήκη, η ενέργεια του προσθέτω
    The addition or removal of a word can radically change the meaning of what’s being said.
    Η πρόσθεση ή η αφαίρεση μιας λέξης μπορεί να αλλάξει ριζικά το νόημα των λεγομένων.
  3. (αμερικανική σημασία) η προσθήκη, ένα νέο τμήμα που προστίθεται σε ένα κτίριο
    the new addition to the hospital - η νέα προσθήκη στο νοσοκομείο
     συνώνυμα: extension (βρετανικά αγγλικά)
  4. (μη μετρήσιμο, αριθμητική) η πρόσθεση
    Do this simple addition.
    Κάνε αυτή την απλή πρόσθεση.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

addition < παλαιά γαλλική adition < λατινικά additionem

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.di.sjɔ̃/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

addition (fr)