basis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
basis | bases |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]basis (en)
- η βάση (ενός συλλογισμού ή μιας υπόθεσης)
- η βάση (η υποκείμενη κατάσταση)
- το θεμέλιο, το υπόβαθρο, οτιδήποτε αποτελεί στήριγμα, συνιστά προϋπόθεση για την περαιτέρω ανάπτυξη πράγματος
- ⮡ the basis of his career - τα θεμέλια της καριέρας του
- ⮡ The basis of a religion is faith.
- Το υπόβαθρο μιας θρησκείας είναι η πίστη.
- ≈ συνώνυμα: foundation