inexpert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inexpert | inexperts |
θηλυκό | inexperte | inexpertes |
Επίθετο
[επεξεργασία]inexpert (fr)
- άσχετος με κάτι
Content-Length: 56657 | pFad | https://el.wiktionary.org/wiki/inexpert
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inexpert | inexperts |
θηλυκό | inexperte | inexpertes |
inexpert (fr)
Fetched URL: https://el.wiktionary.org/wiki/inexpert
Alternative Proxies: