|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
προσαρμόζω
|
προσαρμόσω
|
προσαρμόζομαι
|
προσαρμοστώ, προσαρμοσθώ
|
2 sg
|
προσαρμόζεις
|
προσαρμόσεις
|
προσαρμόζεσαι
|
προσαρμοστείς, προσαρμοσθείς
|
3 sg
|
προσαρμόζει
|
προσαρμόσει
|
προσαρμόζεται
|
προσαρμοστεί, προσαρμοσθεί
|
|
1 pl
|
προσαρμόζουμε, [‑ομε]
|
προσαρμόσουμε, [‑ομε]
|
προσαρμοζόμαστε
|
προσαρμοστούμε, προσαρμοσθούμε
|
2 pl
|
προσαρμόζετε
|
προσαρμόσετε
|
προσαρμόζεστε, προσαρμοζόσαστε
|
προσαρμοστείτε, προσαρμοσθείτε
|
3 pl
|
προσαρμόζουν(ε)
|
προσαρμόσουν(ε)
|
προσαρμόζονται
|
προσαρμοστούν(ε), προσαρμοσθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
προσάρμοζα
|
προσάρμοσα
|
προσαρμοζόμουν(α)
|
προσαρμόστηκα, προσαρμόσθηκα
|
2 sg
|
προσάρμοζες
|
προσάρμοσες
|
προσαρμοζόσουν(α)
|
προσαρμόστηκες, προσαρμόσθηκες
|
3 sg
|
προσάρμοζε
|
προσάρμοσε
|
προσαρμοζόταν(ε)
|
προσαρμόστηκε, προσαρμόσθηκε
|
|
1 pl
|
προσαρμόζαμε
|
προσαρμόσαμε
|
προσαρμοζόμασταν, (‑όμαστε)
|
προσαρμοστήκαμε, προσαρμοσθήκαμε
|
2 pl
|
προσαρμόζατε
|
προσαρμόσατε
|
προσαρμοζόσασταν, (‑όσαστε)
|
προσαρμοστήκατε, προσαρμοσθήκατε
|
3 pl
|
προσάρμοζαν, προσαρμόζαν(ε)
|
προσάρμοσαν, προσαρμόσαν(ε)
|
προσαρμόζονταν, (προσαρμοζόντουσαν)
|
προσαρμόστηκαν, προσαρμοστήκαν(ε), προσαρμόσθηκαν, προσαρμοσθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα προσαρμόζω ➤
|
θα προσαρμόσω ➤
|
θα προσαρμόζομαι ➤
|
θα προσαρμοστώ / προσαρμοσθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα προσαρμόζεις, …
|
θα προσαρμόσεις, …
|
θα προσαρμόζεσαι, …
|
θα προσαρμοστείς / προσαρμοσθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … προσαρμόσει έχω, έχεις, … προσαρμοσμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί είμαι, είσαι, … προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … προσαρμόσει είχα, είχες, … προσαρμοσμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί ήμουν, ήσουν, … προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … προσαρμόσει θα έχω, θα έχεις, … προσαρμοσμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … προσαρμοστεί / προσαρμοσθεί θα είμαι, θα είσαι, … προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
προσάρμοζε
|
προσάρμοσε
|
—
|
προσαρμόσου
|
2 pl
|
προσαρμόζετε
|
προσαρμόστε
|
προσαρμόζεστε
|
προσαρμοστείτε, προσαρμοσθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
προσαρμόζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας προσαρμόσει ➤
|
προσαρμοσμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
προσαρμόσει
|
προσαρμοστεί, προσαρμοσθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|