absidiole

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ap.si.djɔl/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
absidiole absidioles

absidiole (fr) θηλυκό