υπακούοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]υπακούοντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος υπακούω
Content-Length: 52858 | pFad | http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%85%CF%80%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82
υπακούοντας άκλιτο
Fetched URL: http://el.wiktionary.org/wiki/%CF%85%CF%80%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%8D%CE%BF%CE%BD%CF%84%CE%B1%CF%82
Alternative Proxies: