Λουίτζι Μποκερίνι
Λουίτζι Μποκερίνι | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Luigi Boccherini (Ιταλικά) |
Προφορά | |
Γέννηση | 19 Φεβρουαρίου 1743[1][2][3] Λούκκα[4][5] |
Θάνατος | 28 Μαΐου 1805[1][2][3] Μαδρίτη[6][4][5] |
Αιτία θανάτου | φυματίωση |
Συνθήκες θανάτου | φυσικά αίτια |
Χώρα πολιτογράφησης | Republic of Lucca |
Ιδιότητα | βιολοντσελίστας[5] και συνθέτης |
Αδέλφια | Giovanni Gastone Boccherini |
Όργανα | βιολοντσέλο |
Είδος τέχνης | κλασική μουσική |
Σημαντικά έργα | String Quintet in E major και Symphony Op. 12 No. 4 (Boccherini) |
Υπογραφή | |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Λουίτζι Ροντόλφο Μποκερίνι (Luigi Rodolfo Boccherini, Λούκκα, 19 Φεβρουαρίου 1743 – Μαδρίτη, 28 Μαΐου 1805), ήταν Ιταλός συνθέτης και βιολοντσελίστας, της κλασικής περιόδου. Η μουσική του, παρόλο σαφώς επηρεασμένη από το, «αυλικού» περιεχομένου, γκαλάν ύφος των ευρωπαϊκών κέντρων της εποχής, θεωρείται αρκετά ωριμότερη από αυτή πολλών συγχρόνων του. Συνεπώς, το γεγονός ότι είναι γνωστός παγκοσμίως μόνον από το διάσημο μινουέτο [7] του έργου του, Κουϊντέτο Εγχόρδων σε Μι μείζονα, έργο 11 αριθ. 5 (G 275), μάλλον τον αδικεί, λαμβανομένης υπ’ όψιν και της ανεκτίμητης προσφοράς του στη μουσική φιλολογία του τσέλου.
Βιογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μποκερίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης, ως το τρίτο παιδί [8] μιας οικογένειας μουσικών. Πήρε τα πρώτα μαθήματα θεωρητικών και τσέλου από τον πατέρα του, ικανότατο κοντραμπασίστα, και τον αββά Βανέτσι (ή Βανούτσι) διευθυντή παρεκκλησίου (Chapel-master) στην αρχιεπισκοπή της πόλης.[9] Οι ικανότητες του Λουίτζι ήταν μεγάλες, γι αυτό συνέχισε τις σπουδές του στη Ρώμη, με τον τσελίστα Κοστάντσι (Giovanni Battista Costanzi), μουσικό διευθυντή στον Άγιο Πέτρο. Στην ιταλική πρωτεύουσα δέχθηκε τις πολυφωνικές επιρροές των Παλεστρίνα και Κορέλλι.
Το 1757 πήγαν και οι δύο στη Βιέννη, όπου είχαν προσληφθεί ως αυλικοί μουσικοί στο νεοϊδρυθέν Μπούργκτεατερ (Burgtheater), το Αυτοκρατορικό Θέατρο της πόλης. Κατόπιν επέστρεψαν στη Λούκα, για να επανέλθουν στην αυστριακή πρωτεύουσα το 1760, όπου ο Λουίτζι ντεμπουτάρισε ως συνθέτης με τα πρώτα του τρίο για δύο βιολιά και τσέλο (G 77-82), τα οποία εκτιμήθηκαν θετικά από τον διάσημο εκείνη την εποχή Γκλουκ. Το 1764 επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου εξασφάλισε μόνιμη θέση στην τοπική εκκλησία και σε διάφορες θεατρικές ορχήστρες, ενώ συνέθετε διαρκώς. Το 1765 συμμετείχε στην ορχήστρα που είχε δημιουργήσει στη Λομβαρδία ο Σαμαρτίνι, ο οποίος τον επηρέασε στις συνθέσεις του, ιδιαίτερα στα κουαρτέτα εγχόρδων,[8] όπου ο Μποκερίνι ανέθετε πολύ σοβαρό ρόλο στο «αγαπημένο» του βιολοντσέλο.
Στο Παρίσι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1766 ο Μποκερίνι έχασε τον πατέρα του, γεγονός που τού προκάλεσε τόσο μεγάλη λύπη που, ουδέποτε επέστρεψε στη γενέτειρά του. Κατόπιν υπόδειξης ενός μελετητή της μουσικής, του Ταρτίνι, πήγε στο Παρίσι. Η συμμετοχή του στα «Πνευματικά Κοντσέρτα» ( Concerts Spirituels) της πόλης, καθώς και η συμφωνία με τους εκδότες Venier & La Chevardiere για την έκδοση των πρώτων τρίος και κουαρτέτων του, δείχνουν τη μεγάλη αποδοχή που είχε στη γαλλική πρωτεύουσα. [i] Επίσης, απέκτησε φιλικές σχέσεις με την ευγενή Μπριγιόν ντε Ζουί (Brillon de Jouy) ερασιτέχνιδα τσεμπαλίστρια, στην οποία αφιέρωσε τις Έξι σονάτες για τσέμπαλο και βιολί (G 25-30).
Στην Ισπανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τότε αποφάσισε να αποδεχθεί πρόταση του Ισπανού πρεσβευτή στη Γαλλία, για να πάει και να συνεχίσει την καριέρα του στη Μαδρίτη, ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά κέντρα της Ευρώπης, εκείνη την εποχή. Έφθασε εκεί το 1768, και εργάστηκε για τον Λουδοβίκο (Infante Luis Antonio), νεότερο αδελφό του βασιλιά Καρόλου Γ΄ (Charles III), σε μια Αυλή, όμως, που είχε κακή φήμη λόγω συχνών μηχανορραφιών από τον πρίγκηπα των Αστουριών και κατοπινό βασιλιά Κάρολο Δ΄.[8] Στην αρχή, έτυχε ψυχρής υποδοχής διότι εκεί εργαζόταν ένας πολύ γνωστός βιολονίστας της περιόδου, ο Αντόνιο Μπρουνέττι — για τον οποίο ο Μότσαρτ είχε γράψει το Κοντσέρτο για βιολί σε Ρε, Κ. 61 — ενώ είχε και πρόβλημα με την εγγραφή του στα μητρώα της πόλης.[9] Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά από ένα περιστατικό στην ορχήστρα, όταν ο βασιλιάς εξέφρασε την αποδοκιμασία του σε ένα μουσικό πέρασμα και διέταξε τον Μποκερίνι να το αλλάξει (!). Ο συνθέτης, βέβαια, αρνήθηκε ενοχλημένος με αυτή την παρέμβαση στην τέχνη του και, αντίθετα, επανέλαβε το πέρασμα, γεγονός που οδήγησε στην άμεση απόλυσή του.
Ωστόσο, στη συνέχεια η κατάσταση βελτιώθηκε σημαντικά, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Λουδοβίκου, ο οποίος τον πήρε υπό την προστασία του μακριά από τη Μαδρίτη, ενοχλημένος και ο ίδιος από τις μηχανορραφίες στην βασιλική αυλή. Τον έκανε επίσημο συνθέτη και διευθυντή της προσωπικής του ορχήστρας, όπως ο ίδιος ο Μποκερίνι αναφέρει στις παρτιτούρες των Έξι Κουαρτέτων για έγχορδα (G 177-82), που συνέθεσε εκεί. Η περίοδος αυτή ήταν η ευτυχέστερη για τον συνθέτη, διότι μπορούσε να ασκεί την τέχνη του, παίζοντας και συνθέτοντας, σε ένα ήσυχο και απομονωμένο περιβάλλον, μακριά από τους αυλικούς μουσικούς της Μαδρίτης που τον ζήλευαν. Μάλιστα, αποφάσισε να κάνει και οικογένεια, ενώ απέκτησε και πέντε παιδιά.
Όμως αυτή η πολύ καλή περίοδος κράτησε λίγο, διότι ο θάνατος του προστάτη του, το 1785, ανάγκασε τον Μποκερίνι να στραφεί αλλού. Ευτυχώς, μέσα στον μικρό κύκλο γνωριμιών του, ήταν και ο Φρειδερίκος Γουλιέλμος Β’ της Πρωσίας, που ήταν ερασιτέχνης μουσικός -έπαιζε τσέλο και φλάουτο-, ο οποίος προσφέρθηκε να τον βοηθήσει, μαζί με τον Λουκιανό Βοναπάρτη, αδελφό του Ναπολέοντα. Τού πρόσφερε εργασία με ετήσιο μισθό και τον έκανε βασιλικό συνθέτη, υπό τον όρο να συνθέτει μόνον για εκείνον.[9] Στον Φρειδερίκο, ο Μποκερίνι αφιέρωσε δεκάδες έργα του (κουαρτέτα, κουιντέτα, κ.α.)., ενώ συνέθεσε και πολλά φωνητικά έργα. Επίσης, για μια διετία (1786-7), εργάστηκε για τη Μαρία Γιοζέφα, δούκισσα της Οσούνα, για την οποία συνέθεσε και την όπερά του La Clementina (G 540).[10] Μετά το θάνατο της πρώτης γυναίκας του, ο Μποκερίνι νυμφεύτηκε για δεύτερη φορά, το 1787.
Τα τελευταία χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μέχρι το θάνατο του τελευταίου πάτρονά του, Φρειδερίκου, το 1797, τα στοιχεία για τη ζωή του Μποκερίνι είναι ελλιπή, αλλά φαίνεται ότι είχε εργαστεί και στο Βερολίνο σε θέση που τού είχε εξασφαλίσει ο Φρειδερίκος.[8] Όπως και να είχαν τα πράγματα, όμως, μετά το θάνατο του Φρειδερίκου, η ζωή του Μποκερίνι χειροτέρεψε. Ο ίδιος εμφάνισε προβλήματα υγείας που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει το αγαπημένο του τσέλο, ενώ απέμεινε χωρίς κύκλο γνωριμιών. Βέβαια, είχε ακόμη τη στήριξη του Λουκιανού Βοναπάρτη, ο οποίος από το 1800 είχε διοριστεί πρεσβευτής της Γαλλικής Δημοκρατίας, μετά την Επανάσταση, στη Μαδρίτη. Σ’ αυτόν αφιέρωσε ο Μποκερίνι πολλά κουαρτέτα εγχόρδων, αλλά και το Stabat Mater του.[9] Όμως, όλα αυτά, δεν μπορούσαν να τού αποφέρουν σημαντικές οικονομικές απολαβές και σιγά-σιγά, με την είσοδο του19ου αιώνα, άρχισε να ζει σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας. Ο θάνατος της δεύτερης συζύγου του και δύο κοριτσιών του από κάποια επιδημία στην Μαδρίτη και, το ότι δεν μπορούσε να συντηρήσει τους δύο εναπομείναντες γιους του, τού απέφεραν το τελειωτικό χτύπημα. Ο θάνατός του το 1805, μάλλον θα πρέπει να ήταν ανακούφιση για το συνθέτη,[9] με το τελευταίο καταχωρημένο του έργο, το Κουαρτέτο Εγχόρδων σε Φα ματζόρε (G 248), να είναι γραμμένο εκείνη τη χρονιά.
Ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο της Βασιλικής του Αγίου Μιχαήλ στη Μαδρίτη και τα λείψανά του έμειναν εκεί μέχρι το 1927, οπότε μεταφέρθηκαν στον Άγιο Φραγκίσκο της γενέτειράς του, Λούκκα και, μάλιστα, μέσω της μεσολάβησης του Μπενίτο Μουσολίνι[εκκρεμεί παραπομπή]. Είναι αξιοσημείωτο ότι, οι απόγονοί του συνέχισαν το γενεαλογικό του δένδρο στην Μαδρίτη, όπου απαντάται το επώνυμο Μποκερίνι μέχρι σήμερα. Άλλωστε, η ισπανική πρωτεύουσα τον θεωρεί δικό της «τέκνο».[11]
Μουσικολογικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ικανότητα και η «ευκολία» του Μποκερίνι να συνθέτει έργα μουσικής δωματίου, μόνο με εκείνη του Φραντς Γιόζεφ Χάυντν μπορεί να συγκριθεί. Τα έργα του Χάυντν υπερτερούν σε δυναμική και αντιθέσεις, όμως τα έργα του Μποκερίνι διακρίνονται για την εκφραστικότητα, την κομψότητα και κάποιον μελαγχολικό υπαινιγμό.[8] Κυρίως όμως, διαφοροποιούνται ως προς τον ρόλο του βιολοντσέλου, που είναι πρωταγωνιστικός, ενώ στα έργα του Χάιντν, απλά συνοδευτικός, κάτι φυσιολογικό, αφού το τσέλο ήταν το αγαπημένο όργανο του Μποκερίνι. Οι δύο συνθέτες πιθανόν να γνώριζαν ο ένας τον άλλον, ή και να είχαν συναντηθεί, αν και δεν υπάρχουν επιβεβαιωμένες πηγές γι’ αυτό, σίγουρα όμως υπήρχε αλληλοεκτίμηση για το συνθετικό τους έργο. Ο Μποκερίνι αναφέρει σε μία επιστολή του, ότι σέβεται τον Χάιντν ως συνθέτη, ενώ ο δεύτερος σε δύο επιστολές του, αναφέρει ότι θα ήθελε να αλληλογραφήσει με τον Μποκερίνι και τού αποδίδει τα εύσημα για τη μουσική του. Η μουσική συγγένεια των έργων του με εκείνα του Χάυντν, ήταν η αιτία για το -μάλλον απαξιωτικό- προσωνύμιο που τού δόθηκε ως «η σύζυγος του Χάυντν» (sic).[9]
Ο Μποκερίνι σε αρκετά έργα του φαίνεται να έχει δεχτεί και την επιρροή του Τσίρρι (1724-1808), ενός σπουδαίου Ιταλού τσελίστα της εποχής, αλλά και της ισπανικής παραδοσιακής μουσικής, αφού η Ισπανία θεωρείται η δεύτερη πατρίδα του συνθέτη. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Φαντάνγκο» ("Fandango") από το ομώνυμο κουιντέτο με κιθάρα, αποτελεί μία από τις ομορφότερες διασκευές του ομότιτλου ισπανικού χορού στην ιστορία της έντεχνης δυτικής μουσικής. Η βιογράφος του, Elisabeth Le Guin σημειώνει μεταξύ άλλων ότι τα έργα του Μποκερίνι του διαθέτουν «...εκπληκτική επαναληπτικότητα, προσήλωση στα εκτενή περάσματα με συναρπαστικές υφές, αλλά σχεδόν καθόλου μελωδική γραμμή, εμμονή στην ήπια δυναμική, μοναδικό ηχόχρωμα και μιαν ασυνήθιστα πλούσια παλέτα εσωστρεφών και μελαγχολικών χαρακτηριστικών...».[12]
Στα έργα του διακρίνεται μια ιδιαίτερη προτίμηση για το μινουέτο. Όταν ήταν μικρός, στις εκκλησίες της Ρώμης, άκουγε τη μουσική που παιζόταν στους εκεί εσπερινούς και τελείωναν με ένα μινουέτο. Αργότερα, στις συνθέσεις του, προτιμούσε να εξιδανικεύει τον συγκεκριμένο χορό, παρά να τον στυλιζάρει. Ο Μποκερίνι επέδρασε καθοριστικά στην ανάπτυξη του κουιντέτου εγχόρδων, ως μουσικής φόρμας, με τη χρησιμοποίηση πέραν των κλασσικών εγχόρδων, της κιθάρας, του πιάνου ή του φλάουτου ως 5ου οργάνου. Επίσης ενίσχυσε το «συνομιλητικό» ύφος του κουαρτέτου για έγχορδα, με τη γραμμή του τσέλου να είναι πλέον το ίδιο σημαντική με τις παλαιότερες αντιστικτικές γραμμές. Το Κοντσέρτο για Τσέλο, αρ. 6 σε ρε ματζόρε (G 479) του Μποκερίνι, αποτέλεσε το πρότυπο για το Κοντσέρτο για Βιολί στη ίδια τονικότητα, του Μότσαρτ (Κ 218). Αν και, σε γενικές γραμμές, παρέμεινε οπαδός της κλασικής μουσικής φόρμας (ροκοκό, κλασική εποχή της μουσικής), δεν απαρνήθηκε -το αντίθετο, μάλιστα- την επίδραση της ισπανικής, λαϊκής μουσικής παράδοσης. Υπήρξε, λοιπόν, κατά κάποιο τρόπο το μουσικό «αντίστοιχο» του μεγάλου Ισπανού ζωγράφου Γκόγια (1746-1828), με τον οποίο μάλιστα ήταν φίλος.[8]
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τις εξαιρετικές του δυνατότητες στο βιολοντσέλο, το οποίο αντιμετώπιζε ως «υψίσυχνο βιολί» (sic). Αυτό απαιτούσε ιδιαίτερες ικανότητες από μέρους του, κάτι που καλλιέργησε στις περιοδείες του στη Γαλλία και Ισπανία και, μάλλον, ήταν η αιτία για τις προστριβές του με τους καταξιωμένους βιολονίστες της εποχής. Το χαρακτηριστικό αυτό αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο κάποιων συνθέσεών του με τσέλο, σε τέτοιο βαθμό που, αντί για «κουιντέτα με τσέλο», μάλλον θα πρέπει να κάνουμε λόγο για «κοντσέρτα για τσέλο με συνοδεία κουαρτέτου εγχόρδων (!)».
Παρακαταθήκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ξεχασμένος μετά το θάνατό του, και έχοντας το περιφρονητικό παρατσούκλι «η σύζυγος του Χάιντν», ο Μποκερίνι άρχισε να αποκτά αναγνώριση μόλις στον 20ό αιώνα. Σε αυτό συνέβαλε, αδιαμφισβήτητα, η διάδοση του περίφημου μινουέτου του από το Κουιντέτο Εγχόρδων, έργο 11 αρ. 5 (G 275)) που, μάλιστα, ήταν το κεντρικό μουσικό μοτίβο στην κινηματογραφική, μαύρη κωμωδία Ladykillers.
Οι συνθέσεις του για κουιντέτα εγχόρδων (δύο βιολιά, βιόλα, δύο βιολοντσέλα), παραμελημένα για καιρό μετά το θάνατό του, έχουν έλθει ξανά στην επικαιρότητα από το σύνολο μουσικής δωματίου «Κουιντέτο Μποκκερίνι», στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Εργογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ικανότητα και η δαψίλεια του Μποκερίνι στο να συνθέτει, έχει περιγραφεί ως «βρύση», που αρκεί να γυρίσεις τον «κρουνό» για να αρχίσει να τρέχει.[9] Η παραγωγή του ήταν πολύ μεγάλη, ιδιαίτερα στον τομέα της μουσικής δωματίου, που την εμπλούτισε καταλυτικά. Το σύνολο του έργου του περιλαμβάνει περισσότερες από 550 συνθέσεις, τις οποίες ανέλαβε να καταλογογραφήσει ο Γάλλος μουσικολόγος και μελετητής Υβ Ζεράρ (Yves Gérard), το 1969. Γι’ αυτό και τα έργα του Μποκερίνι έχουν το πρόθημα G, μπροστά από τον αριθμό τους. +
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Στο «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians, DMM) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880), δεν αναφέρεται κάτι για το θάνατο του πατέρα του Μποκερίνι, αλλά αντίθετα, ότι έκαναν μαζί αυτό το ταξίδι και τις εμφανίσεις στο Παρίσι.[9]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2014.
- ↑ 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 13891612q. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 3,0 3,1 (Αγγλικά) SNAC. w65m64st. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ 4,0 4,1 «Большая советская энциклопедия» (Ρωσικά) Η Μεγάλη Ρωσική Εγκυκλοπαίδεια. Μόσχα. 1969. Ανακτήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2015.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 1419. Ανακτήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου 2020.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ https://www.youtube.com/watch?v=kSE15tLBdso
- ↑ 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
- ↑ 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 9,6 9,7 DMM
- ↑ classical-composers. org
- ↑ José Antonio Boccherini Sánchez and Christina Slot Wiefkers were explicitly thanked in Elisabeth Le Guin, Boccherini's Body: An Essay in Carnal Musicology, 2006:xxii
- ↑ Le Guin
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians, DMM) του George Grove, D.C.L (Oxford, 1880)
- classical-composers.org
- Le Guin, Boccherini's Body: An Essay in Carnal Musicology, 2006:3.
- Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
- Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1991, τόμος 43.
- Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)