δοτική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κατηγορία:Όροι με δοτική (νέα ελληνικά)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοτική οι δοτικές
      γενική της δοτικής των δοτικών
    αιτιατική τη δοτική τις δοτικές
     κλητική δοτική δοτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοτική < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή δοτική (εννοείται πτῶσις) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δοτικός < δίδωμι

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðo.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δο‐τι‐κή
ομόηχο: δοτικοί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δοτική θηλυκό

  • (γραμματική) μια από τις πτώσεις των ονομάτων σε διάφορες γλώσσες όπως τα αρχαία ελληνικά, τα λατινικά, τα γερμανικά κλπ· συχνά δηλώνει το πρόσωπο στο οποίο καταλήγει η ενέργεια του ρήματος, αλλά χρησιμοποιείται επίσης για τη δήλωση επιρρηματικών εννοιών και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις
    ⮡  Στις φράσεις «δόξα τω Θεώ», «τοις μετρητοίς» έχουμε επιβίωση στα νέα ελληνικά μιας αρχαίας δοτικής.

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δοτική θηλυκό



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δοτική αἱ δοτικαί
      γενική τῆς δοτικῆς τῶν δοτικῶν
      δοτική τῇ δοτικ ταῖς δοτικαῖς
    αιτιατική τὴν δοτικήν τὰς δοτικᾱ́ς
     κλητική ! δοτική δοτικαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δοτικᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  δοτικαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δοτική (εννοείται πτῶσις) < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου δοτικός < δίδωμι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δοτική θηλυκό (ελληνιστική σημασία)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δοτική θηλυκό