πλειοψηφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλειοψηφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειοψηφία (→ δείτε και τη λέξη πλειονοψηφία)[1] < πλείων, πλειο- + ψῆφ(ος) + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ο‐ψη‐φί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλειοψηφία θηλυκό
- οι ψήφοι που υπερτερούν αριθμητικά σε μια εκλογική διαδικασία
- ⮡ το κόμμα μας πήρε την πλειοψηφία
- η παράταξη που πήρε τις περισσότερες ψήφους ή έδρες σε μια εκλογική διαδικασία, ή σε ένα εκλεγμένο όργανο
- ⮡ η κυβερνητική πλειοψηφία υπερψήφισε το νομοσχέδιο
- ≈ συνώνυμα: πλειονοψηφία
- ≠ αντώνυμα: μειοψηφία μειονοψηφία
- το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου
- ⮡ η πλειοψηφία των προϊόντων αυτής της εταιρείας είναι χαμηλής ποιότητας
- ≈ συνώνυμα: πλειονότητα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- απόλυτη πλειοψηφία: το 50%+1 των ψήφων σε μια ψηφοφορία ή των εδρών σε ένα σώμα
- αυτοδύναμη πλειοψηφία
- διπλή πλειοψηφία
- ειδική πλειοψηφία
- σχετική πλειοψηφία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πλειοψηφία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πλειοψηφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πλειο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)