συνέτιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνέτιση οι συνετίσεις
      γενική της συνέτισης* των συνετίσεων
    αιτιατική τη συνέτιση τις συνετίσεις
     κλητική συνέτιση συνετίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνετίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συνέτιση < μεσαιωνική ελληνική συνέτισις[1] < ελληνιστική κοινή συνετίζω < αρχαία ελληνική συνετός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συνέτιση θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. συνέτιση - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)