agonie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
agonie agonies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agonie (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
Για τη λέξη αγωνία, δείτε: inquiétude.