ideal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aɪˈdɪəl/ & /aɪˈdiː.əl/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός ideal
συγκριτικός more ideal
υπερθετικός most ideal

ideal (en)

  • ιδεώδης, ιδανικός
    ⮡  We have ideal weather for an outing.
    Έχουμε ιδεώδη καιρό για έξοδο.
    ⮡  This software is ideal for text editing.
    Το λογισμικό αυτό είναι ιδανικό για την επεξεργασία κειμένου.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ideal ideals

ideal (en)

  1. το ιδανικό, το ιδεώδες, ιδέα που φαίνεται τέλεια και αξίζει να προσπαθήσουμε να την πετύχουμε· πρόσωπο ή πράγμα που θεωρείται τέλειο
    ⮡  Peace is the ideal of all humanity.
    Η ειρήνη είναι το ιδανικό όλης της ανθρωπότητας.
    ⮡  The male beauty ideal was represented through depictions of Apollo.
    Το ιδεώδες της αντρικής ομορφιάς αποδιδόταν με τις παραστάσεις του Απόλλωνα.
    ⮡  The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
    Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.
    ⮡  They sacrificed their lives for the ideals of Hellenism.
    Θυσίασαν τη ζωή τους για τα ιδεώδη του ελληνισμού.
  2. (μαθηματικά) το ιδεώδες