laiterie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
laiterie laiteries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

laiterie (fr) θηλυκό

  1. το γαλακτοκομείο
  2. το γαλακτοπωλείο
  3. η βιομηχανία γάλακτος