laiterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
laiterie | laiteries |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]laiterie (fr) θηλυκό
- το γαλακτοκομείο
- το γαλακτοπωλείο
- η βιομηχανία γάλακτος
ενικός | πληθυντικός |
laiterie | laiteries |
laiterie (fr) θηλυκό