Μετάβαση στο περιεχόμενο

via

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvi:ə/ ή /ˈvaɪə/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

via (en)

  1. η οδός (χρησιμοποιείται μόνο σε σταθερές εκφράσεις)
  2. τρύπα γεμισμένη με μέταλλο που δημιουργεί ηλεκτρική επαφή ανάμεσα σε δύο στρώματα σε ένα τυπωμένο ηλεκτρονικό κύκλωμα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]

Πρόθεση

[επεξεργασία]

via (en)

  1. μέσω (για να δηλωθεί η διέλευση από κάπου)
    We are going to Athens via Patras.
    Πηγαίνουμε στην Αθήνα μέσω Πατρών.
  2. με, διά, μέσω (για να δηλωθεί ο τρόπος)
      via e-mail - μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε την πρόθεση through



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
via < vi + -a

Επίθετο

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική viaviaj
αιτιατική vianviajn

via (eo)




Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
via vie

via (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

via (la) θηλυκό

via longa est - ο δρόμος είναι μακρύς
pFad - Phonifier reborn

Pfad - The Proxy pFad of © 2024 Garber Painting. All rights reserved.

Note: This service is not intended for secure transactions such as banking, social media, email, or purchasing. Use at your own risk. We assume no liability whatsoever for broken pages.


Alternative Proxies:

Alternative Proxy

pFad Proxy

pFad v3 Proxy

pFad v4 Proxy