συνομοσπονδία
Greek
[edit]Noun
[edit]συνομοσπονδία • (synomospondía) f (plural συνομοσπονδίες)
- confederation (of states)
Declension
[edit]Declension of συνομοσπονδία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνομοσπονδία • | συνομοσπονδίες • |
genitive | συνομοσπονδίας • | συνομοσπονδιών • |
accusative | συνομοσπονδία • | συνομοσπονδίες • |
vocative | συνομοσπονδία • | συνομοσπονδίες • |
Further reading
[edit]- συνομοσπονδία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el